4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Face Control - Δημήτρης Σταρόβας

«Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΛΑΥΣΗ»

Σ_ΜΑΝΟΣ ΤΣΙΛΙΜΙΔΗΣ
Φ_ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΚΟΜΠΟΤΣΑΡΗΣ

Για το Δημήτρη Σταρόβα το θέαμα δεν ήταν ένα παιδικό όνειρο. Μουσική κατά λάθος έμαθε, διότι μέχρι τα δεκατέσσερα χρόνια του είχε μανία με τη γυμναστική. Κάποια στιγμή, σε συμφωνία με ένα συμμαθητή του, αντάλλαξε για λίγο ένα όργανο γυμναστικής με μια κιθάρα, απ’ την οποία έλειπαν μερικές χορδές. Σε μια βδομάδα κατάφερε να σκαλίσει δύο γνωστές μελωδίες πάνω στη μία χορδή και το μεγάλο ερώτημά του ήταν τι ρόλο παίζουν τα υπόλοιπα «σύρματα». Όταν η κιθάρα επιστράφηκε στο νόμιμο ιδιοκτήτη της, ο μικρός Δημήτρης έψησε τη μητέρα του να του πάρει μια δική του - ήταν 1975 και η κιθάρα κόστισε 350 δραχμές. Χαρούμενος για το απόκτημά του, συνέχισε να χτυπάει μόνο τη μία χορδή, ώσπου κάποιος φίλος του (μεγαλύτερος στην ηλικία), ο οποίος είχε φύγει στα καράβια και είχε χαθεί για κάνα χρόνο, επέστρεψε και πέρασε απ’ το σπίτι για να τον δει. Βλέποντας την κιθάρα την κούρντισε και έπαιξε μια συγχορδία λα μινόρε. Στο άκουσμα αυτής της... πολυφωνίας, ο Δημήτρης Σταρόβας σκέφτηκε: «Αυτός ο ήχος είναι για μένα. Εκείνη τη στιγμή πήρα την απόφαση για το τι θα κάνω στη ζωή μου».

Δηλαδή... έρωτας με την πρώτη ματιά.
Έτσι μπλέχτηκα με τη μουσική. Ήταν και μια εποχή που η Θεσσαλονίκη, τα καλοκαίρια, μάζευε κάθε βράδυ στην παραλία της -στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου- παρέες που έπαιζαν κιθάρες. Εμείς, βέβαια, ζούσαμε στον Επτάλοφο, στη λούμπεν περιοχή, αλλά κατεβαίναμε στην παραλία, όλη η συντροφιά, κάθε βράδυ. Τα παιδιά του κέντρου τα βλέπαμε ως μύθους. Πηγαίναμε και σε κάτι ροκ φεστιβάλ που γίνονταν στη Χ.Α.Ν.Θ.

Τι μουσική άκουγες τότε;
Led Zeppelin, Deep Purple... και είχα την εντύπωση ότι όσα άκουγα μόνο μεγάλοι μουσικοί σαν αυτούς μπορούσαν να τα παίξουν. Ώσπου γνώρισα τον ¶γγελο Σκορδίλη, γίναμε φίλοι κολλητοί και άρχισε να μου μαθαίνει κάποια κόλπα στην κιθάρα. Λίγο αργότερα μπλέχτηκα με κάτι γκρουπάκια συνοικιακά... Θέλω να πω ότι μέχρι την έναρξη των «¶γαμων Θυτών» εγώ ήμουν επαγγελματίας μουσικός. Έπαιζα σε διάφορα μαγαζιά, ήμουν στο συγκρότημα του Νίκου Παπάζογλου για τρία χρόνια, καθώς και σε διάφορα μπουζουξίδικα της εποχής. Το ’85, στο κέντρο «Αβαντάζ», γνώρισα τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη ο οποίος παρουσίαζε κάτι σκετσάκια, μόνος του, στα διαλείμματα.

Και η ευκαιρία δόθηκε το ’90;
Υπήρχε -σ’ ένα στενό δρομάκι κάθετο στην Αγίου Δημητρίου- ένας χώρος που λεγόταν «Βολτάζ» και ανήκε στο μακαρίτη Αντρέα Ανδρικόπουλο που ήταν φίλος μου. Ήταν ένα πιάνο μπαρ όπου εμφανίζονταν αδιάφορες τραγουδίστριες και δεν πήγαινε καθόλου καλά. Μια μέρα μου λέει ο Αντρέας: «Αποφάσισα να γίνω το πρώτο σας αφεντικό. Πάρτε τα κλειδιά του «Βολτάζ» και κάντε ό,τι γουστάρετε». Το πρώτο μας βήμα ήταν να μετονομάσουμε το χώρο σε «Υψηλό Βολτάζ». Κλειστήκαμε μέσα και κάναμε αυτό που θέλαμε. Έτσι ξεκίνησαν οι «¶γαμοι Θύται».

Πώς τα πήγατε στην αρχή;
Πολύ άσχημα. Δεν πατούσε ψυχή. Στο τέλος του πρώτου μήνα το αφεντικό μάς δήλωσε ότι δεν μπορεί να μας πληρώνει άλλο. Λέω του Ιεροκλή: «Θεωρείς ότι έχει προοπτική αυτό που κάνουμε εδώ μέσα;», μου απαντάει «Ναι», και καθώς είχα κι εγώ την ίδια γνώμη πήραμε την επιχείρηση, με αποτέλεσμα να γίνουμε αφεντικά του εαυτού μας. Περίπου σε ένα τρίμηνο αρχίσαμε να γινόμαστε «in». Η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» μας αφιέρωσε μια ολόκληρη σελίδα, όπου έγραφε για εμάς... ύμνους. ¶ρχισε να πλακώνει κόσμος πολύς, κάποια στιγμή έσκασε μύτη και ο Νταλάρας, μας είδε και την επόμενη σεζόν βρεθήκαμε μαζί του για ενάμιση μήνα στο «Αττικόν». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Με ποιο αυτοκίνητο θα ήθελες να πηγαινοέρχεσαι στη Θεσσαλονίκη;
Με διαφορετικό κάθε φορά. Πολύ θα γούσταρα.

Δηλαδή θα ήθελες να ήσουν ο επίσημος δοκιμαστής αυτοκινήτων της επικράτειας;
Μακάρι. Έχω μεγάλη μανία με τους τροχούς. Έχω αλλάξει πολλές μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα. Μπορεί να είμαι άυπνος δύο μέρες και με το που θα πέσω στο κρεβάτι να ξεραθώ, όμως, εάν μου τηλεφωνήσει κάποιος και μου πει: «Έχω κάτω από την πόρτα σου ένα αυτοκίνητο που δεν το έχεις οδηγήσει», είμαι ικανός να σηκωθώ και να φύγω για Θεσσαλονίκη αμέσως. Έχω οδηγήσει πάνω από 2 εκατ. χιλιόμετρα.

Τι σε συγκινεί περισσότερο όταν βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή;
Το ότι, ενώ είσαι εκτεθειμένος εκεί πάνω, ταυτόχρονα κάτι σε απομονώνει. Νιώθεις τον κόσμο, αλλά δεν τον βλέπεις. Και εάν αυτό που κάνεις περνάει στο κοινό και το ευχαριστιέται, την ευχαρίστηση την εισπράττεις μ’ έναν πολύ περίεργο τρόπο. Όχι βλέποντας τις αντιδράσεις, απλώς νιώθοντας το αίσθημα του κοινού. Είναι κάτι μαγικό που έρχεται και σου ψιθυρίζει στο αυτί: «Καλά τα πας. Προχώρα».

Πώς γεννήθηκε η ονομασία της ομάδας;
Τυχαία. Αντί να λεγόμαστε «Συνεταιρισμός Καλλιτεχνών Βόρειας Ελλάδας», ο Ιεροκλής πρότεινε το «¶γαμοι Θύται».

Στην εποχή και στις συνθήκες που ζούμε, σε ποιους θα άξιζε -ορθογραφημένα- να πεις «αγαμοιθύται»;
Δεν ξέρω, μωρέ... Δε θέλω να σου παραστήσω το καλό παιδί, αλλά δε θα μπορούσα να το πω ούτε στον εχθρό μου. Δεν είμαι απόλυτος σε τίποτα και είναι πολύ ψυχοφθόρα αυτή η διαδικασία - με νευριάζει αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα μου. Εννοώ ότι μπορεί να κάνει κάποιος πολύ μεγάλο κακό σε μένα κι εγώ, ενώ θα έπρεπε να αντιδράσω, λέω μέσα μου: «Κάτσε να δω το θέμα από τη δική του πλευρά, μήπως τελικά ευθύνομαι κι εγώ για ό,τι μου έκανε». Με τσακίζει αυτή η μαλακισμένη πλευρά μου. Θα ήθελα να είμαι απόλυτος σε μερικά πράγματα και να μπορώ να διαγράφω αμέσως κάποιους ανθρώπους από τη ζωή μου.

Πες μια φράση που σου έλεγε η μητέρα σου όταν σε μάλωνε.
Δε με μάλωνε. Συζητούσε. Με συμβούλευε. Και ποτέ δεν έκανα κάτι τόσο χοντρό που να σήκωνε μάλωμα.

Πες μου μια κουβέντα του πατέρα σου που ακόμα σε ακολουθεί, που έμεινε αιώνια μέσα στο μυαλό σου.
Δεν ξέρω, διότι δεν τον γνώρισα ποτέ. Δεν είχαν παντρευτεί με τη μάνα μου. Είχε μείνει έγκυος κι αυτός την παράτησε· τρόμαξε απ’ την εγκυμοσύνη. Λίγο αργότερα σκοτώθηκε με το αυτοκίνητό του.

Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να ζήσεις και δεν το έχεις ζήσει ακόμα;
Δεν έχω πολλές ανάγκες. Με ενδιαφέρει να είμαι υγιής, ερωτευμένος και περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που με αγαπάνε. Αυτό μου φτάνει.

Γιατί λένε ότι η Θεσσαλονίκη είναι «ερωτική πόλη»;
Αυτά τα λένε ορισμένοι που πάνε εκεί και περιμένουν ότι θα γαμήσουν... Δηλαδή, εδώ στην Αθήνα δεν έχει ερωτισμό; Στις Σέρρες να δεις τι ερωτισμό έχει, που είναι όλο φοιτήτριες.

Τι ονειρεύεται η εποχή μας;
Δεν ξέρω... Λόγω ηλικίας, έχω προλάβει και την προηγούμενη φουρνιά. Δε θέλω σε καμία περίπτωση να γίνομαι γραφικός και να λέω: «Εμείς τότε... που οι αξίες... μπλα μπλα μπλα» - όπως κάνουν αυτοί που ήταν έφηβοι στη δεκαετία του ’60. Αρνούμαι να μπω σ’ αυτήν τη διαδικασία. Εφόσον ζω εδώ και είμαι κάτοικος μιας μεγαλούπολης και δεν έχω πάει στο ¶γιο Όρος να γίνω μοναχός και στυλίτης, δεν μπορώ να πω ότι αντιστέκομαι, κάνω την επανάστασή μου ενάντια στο σύστημα, δε χρησιμοποιώ κινητό τηλέφωνο και τρίχες κατσαρές.

Επομένως αισθάνεσαι ότι οφείλεις να παρακολουθείς το παρόν από κοντά και να μη συμπεριφέρεσαι σαν να ζεις έναν αιώνα πίσω.
Απ’ την άλλη όμως, νομίζω ότι γενικώς τα πράγματα έχουν χάσει κάτι από τη γοητεία τους. Το φαγητό, για παράδειγμα, κάποτε ήταν ιεροτελεστία. Ενώ τώρα, λίγο πριν συναντηθούμε, πήρα μια τυρόπιτα απ’ το δρόμο και μια σοκολάτα. Το ίδιο γινόταν και με τη μουσική. Είχαμε αγαπημένα συγκροτήματα και μόλις έβγαινε καινούργιος δίσκος των Pink Floyd ή των Genesis -ανάλογα τι άκουγε κάθε παρέα- γινόταν τελετή για την ακρόαση, με δάκρυα και τα σχετικά. Θέλω να πω ότι, παλιότερα, προλάβαινες να... χορτάσεις το καθετί που αγαπούσες. Τώρα υπάρχει τόσο έντονος βομβαρδισμός από μουσικές, πρόσωπα, ταινίες, πίνακες, βιβλία, από... σκατά, που δεν προλαβαίνεις να τα παρακολουθήσεις. Νομίζω ότι αυτό που δεν μπορεί να ονειρευτεί η εποχή μας είναι η απόλαυση. Και αυτό είναι που χάνουν οι έφηβοι που μεγαλώνουν σήμερα - αλλά μπορεί και να μην είναι πρόβλημα γι’ αυτούς, επειδή δεν έχουν σημείο αναφοράς... Πώς να το πω; Δεν έχουν μέτρο σύγκρισης.

Ο Νοέμβριος είναι -υποτίθεται- μήνας μνήμης. «Εδώ Πολυτεχνείο»...
Το Πολυτεχνείο δεν το έζησα, δεν πρόλαβα. Το ’74 ήμουν έντεκα ετών. Και κάτοικος Θεσσαλονίκης. Δεν έχω σχετικές μνήμες. Αλλά μπορώ να πω ότι κατάντησε πρώτη είδηση για μία, δύο μέρες και τίποτα περισσότερο. Κάθε χρόνο, στις 17 Νοεμβρίου, πρέπει κάτι να πούμε γι’ αυτό. Και αν συνοδεύεται από καμιά σύγκρουση μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών και αν συμβεί κανένας θάνατος, ακόμα καλύτερο για τα δελτία ειδήσεων.

Πρωτοσέλιδη μνήμη;
Αυτό είναι γενικότερο φαινόμενο. Ποιος θυμάται σήμερα τις «τρελές αγελάδες»; Ποιος θυμάται τις διοξίνες ή τον άνθρακα στις επιστολές; Αυτή είναι η λογική των ειδήσεων. Για παράδειγμα, μετά την κατάκτηση της Εθνικής μπάσκετ, οι δημοσιογράφοι έγιναν λάτρεις του αθλήματος. Αλλά αφού πρώτα πήραμε το Πανευρωπαϊκό. Αυτή είναι μια νεοελληνική μαλακία που πολύ μου τη σπάει. Ασχολούμαστε με κάτι όχι μακροπρόθεσμα, όχι γιατί αυτό το κάτι έχει προοπτική, αλλά γιατί μας εξυψώνει το κλονισμένο ηθικό μας, όπως κάνει μια νίκη. Και πέραν αυτού, σιωπή.

Ποια λες πως θα ήταν η πιο αποτελεσματική λύση για τα δεινά που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα;
Ωωωχ! Πώς απαντιέται αυτό, Μάνο μου; (γελάει)

Εφόσον οι άνθρωποι έχουμε στο κεφάλι μας μυαλό, γιατί δεν το χρησιμοποιούμε για να εξαλείψουμε τη δυστυχία;
Μήπως δεν είναι αυτό το ζητούμενο για εκείνους που κινούν τα νήματα; Μήπως το ζητούμενό τους είναι το ακριβώς αντίθετο; Μήπως παλεύουν για την απόλυτη επικράτηση της δυστυχίας; Κι απ’ την άλλη, νομίζω ότι τα θέλει ο κώλος μας. Πιθανώς να είμαστε και άξιοι της τύχης μας, με δεδομένο ότι πλέον δε γίνονται επαναστάσεις, ο καθένας έχει κλειστεί στο καβούκι του, μας ενδιαφέρει μόνο το τομάρι μας και όχι τι γίνεται στα πέντε μέτρα από εμάς. Βάζουμε μια «ασπίδα» για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, και αυτό μας είναι αρκετό. Δεν ξέρω... Ίσως έχει να κάνει με την εποχή.

Τι θα θεωρούσες επαναστατικό για την εποχή που ζούμε;
Από τη μια, σκέφτομαι ότι υπάρχει τόση σαπίλα και βλακεία και, γενικότερα, τόσο χαμηλό επίπεδο. Από την άλλη, ξέρω ότι με πολύ μικρές κινήσεις εκ μέρους των ανθρώπων θα μπορούσαν να γίνουν κάθε είδους επαναστάσεις, μικρές ή μεγάλες. Αλλά δεν είναι πια μέσα στο DNA των ανθρώπων η επανάσταση, δεν είναι μέσα στη σκέψη τους και στα θέλω τους. Πιστεύω ότι οι εποχές των επαναστάσεων έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αλλιώς δεν εξηγείται αυτό το φαινόμενο· να υπάρχει δηλαδή τόση μαλακία μπροστά στην πόρτα μας και να μην αντιδρά κανείς.

Η βία είναι πλέον καθημερινότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Για ένα ειρηνικότερο μέλλον ελπίδα υπάρχει;
Δεν ξέρω πόσο εφικτό είναι αυτό στην εποχή μας, που η πληροφορία φτάνει από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη μέσα σε ένα λεπτό. Ίσως είναι απόρροια της παγκοσμιοποίησης η βία. Οι κοινωνίες δεν αισθάνονται πλέον ότι είναι διαφορετικές και η τυφλή βία αντιγράφεται ως εύκολη λύση. Παλιότερα έπεφτε κανείς στη μάχη για να σώσει το σπίτι και την πατρίδα του. Σήμερα, παρόλο που ο αριθμός των κρατών αυξάνεται και ήδη είναι πάνω από διακόσια, έχω την εντύπωση ότι οι άνθρωποι είμαστε μοιρασμένοι σε δύο, τρεις κατηγορίες: πλούσιοι, φτωχοί, χριστιανοί, ισλαμιστές κτλ. Ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει ότι δεν μπορεί να κρυφτεί. Όταν γίνεται, ας πούμε, το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και στο επόμενο λεπτό το ξέρουμε όλοι, ενώ η εικόνα μας έρχεται στη μάπα μέσω της τηλεόρασης, καταλαβαίνει κανείς ότι δε γίνεται να κρυφτεί, ότι δεν είναι μια ξεχωριστή μονάδα, αλλά ένα πλάσμα που μπορούν να το ελέγχουν οι δυνατοί από την άλλη άκρη του πλανήτη. Οπότε, η συγκεκριμένη επίγνωση, ίσως κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ότι δεν έχουν πια δική τους περιοχή, ότι είναι εκτεθειμένοι σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αφού υποτίθεται ότι τα λάθη είναι γνώση, τότε γιατί η ανθρωπότητα δε διδάσκεται από τα λάθη της;
Έλα ντε...

Πώς σου φαίνονται όλα αυτά που γίνονται τους τελευταίους μήνες στην Αμερική;
Δεν το λέω με κακία, σε στιλ «καλά να πάθουν οι φουκαράδες που χτυπήθηκαν από τους τυφώνες», αλλά μ’ αρέσουν αυτά τα κοντράστ: η υπερδύναμη που γίνεται... τσόφλι μπροστά στη φύση.

Δείξε μου τ’ αυτοκίνητό σου...
Ο Δημήτρης Σταρόβας οδήγησε για πρώτη φορά στα 13 του ένα αγροτικό Mazda και έκτοτε... κόλλησε. Το πρώτο του όχημα ήταν ένα DT 200, το πρώτο του αυτοκίνητο ένα Fiat 127. Σήμερα θα τον δείτε με Ford Fiesta του 2000 (αν το έχει επισκευάσει από την τελευταία στούκα).